Σελευκείας

Σελευκείας
Σελευκείᾱς , Σελεύκειος
of Seleucus
fem acc pl
Σελευκείᾱς , Σελεύκειος
of Seleucus
fem gen sg (attic doric aeolic)
Σελευκείᾱς , Σελευκεία
fem acc pl
Σελευκείᾱς , Σελευκεία
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Фем — Фемы в 950 году …   Википедия

  • Séleucie (thème) — Pour les articles homonymes, voir Séleucie. Les thèmes en Asie Mineure vers 950. Le thème de Séleucie (en grec : θέμα Σελευκείας) est un thème …   Wikipédia en Français

  • Селевкия (фема) — Фемы Малой Азии в 950 году Фема Селевкия (греч …   Википедия

  • Κάσιος — Προσωνυμία του Δία, από το βουνό Κάσιο, κοντά στη Σελεύκεια (στα σύνορα Αιγύπτου και Πετραίας Αραβίας) όπου υπήρχε και ναός του θεού. Στην ίδια περιοχή λάτρευαν μια πέτρα που είχε πέσει από τον ουρανό (αερόλιθος), η οποία είναι αποτυπωμένη σε… …   Dictionary of Greek

  • αρτέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μηχανικός από τις Κλαζομενές (5ος αι. π.Χ.). Σύγχρονος του Περικλή, τον ακολούθησε στην εκστρατεία της Σάμου, όπου ανακάλυψε και εφάρμοσε πολλά είδη πολιορκητικών μηχανών. Τον έλεγαν περιφόρητον, γιατί παρίστανε τον …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… …   Dictionary of Greek

  • Αβδελάς — Όνομα δύο αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερομάρτυρας (5ος αι.). Έζησε στην Περσία και θανατώθηκε από τον βασιλιά Σαβώριο γιατί διαμαρτυρήθηκε για την κακομεταχείριση των χριστιανών. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Απριλίου. 2. Πρεσβύτερος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”